προθρομβίνη

προθρομβίνη
η, Ν
(βιοχ.) σύμπλοκο υδατάνθρακα και πρωτεΐνης τού πλάσματος τού αίματος και βασικός παράγοντας τού πηκτικού μηχανισμού του, το οποίο συντίθεται στο συκώτι με τη συνδρομή τής βιταμίνης Κ και το οποίο, από προθρομβινάση, μετατρέπεται σε θρομβίνη, η οποία μετατρέπει το ινωδογόνο σε ινώδες, το οποίο σε συνδυασμό με αιμοπετάλια τού αίματος σχηματίζει τον θρόμβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. prothrombin (< προ-* + θρομβίνη < θρόμβος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ήπαρ — Με την ονομασία αυτή αναφέρεται συνήθως στα ιατρικά συγγράμματα το συκώτι, όργανο που βρίσκεται στον δεξιό υποδιαφραγματικό χώρο μεταξύ του διαφράγματος και του εγκάρσιου κόλου· εντοπίζεται στο ανώτερο τμήμα του επιγαστρίου, μπροστά στο πάνω… …   Dictionary of Greek

  • θρομβίνη — Ένζυμο που ανήκει στην κατηγορία των πρωτεασών και αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα πήξης του αίματος. H θ. σχηματίζεται από την ανενεργή προθρομβίνη του ήπατος, που ενεργοποιείται με τη συνδυασμένη ενέργεια της θρομβοκινάσης του αίματος, του …   Dictionary of Greek

  • θρομβινογόνο — το (βιοχ.) η προθρομβίνη*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombinogen < thrombino (πρβλ. θρομβίνη) + gen (πρβλ. θ. γεν , γόνος < γίγνομαι] …   Dictionary of Greek

  • θρομβοκινάση — η (βιοχ.) φωσφορολιπίδιο τών ιστών, των αιμοπεταλίων και τών λευκών αιμοσφαιρίων το οποίο μετατρέπει την προθρομβίνη σε θρομβίνη, απαραίτητη προϋπόθεση για την πήξη τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrombokinase < thrombo (πρβλ …   Dictionary of Greek

  • θρομβοπλαστίνη — Σύμπλοκο φωσφολιπιδίων και πρωτεϊνών, που σχηματίζεται κατά τη διάρκεια τραυματισμού των ιστών. Η θ. συνδυάζεται με τον παράγοντα VII και ιόντα Ca2+, για την ενεργοποίηση του παράγοντα X. Ο παράγοντας X, με τη σειρά του, σχηματίζει σύμπλοκο με… …   Dictionary of Greek

  • ορός — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

  • πηκτικός — ή, ό / πηκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [πηκτός] 1. αυτός που επιφέρει πήξη με πάγωμα, με ψύξη 2. αυτός που προκαλεί πήξη ή που συντελεί στην πήξη, στο πήξιμο νεοελλ. 1. (βιοχ.) χαρακτηρισμός οργανικών ουσιών οι οποίες αποτελούνται από γλυκίδια υψηλού… …   Dictionary of Greek

  • προθρομβινάση — η, Ν (βιοχ.) πρωτεολυτικό ένζυμο που υπεισέρχεται στη συγκόλληση τού αίματος για να σχηματίσει τη θρομβίνη από προθρομβίνη, αλλ. θρομβοκινάση ή ενεργός θρομβοπλαστίνη …   Dictionary of Greek

  • υποπροθρομβιναιμία — η, Ν 1. (ιατρ. βιοχ.) μείωση τού παράγοντα II τής συγκόλλησης τού αίματος, ή προθρομβίνης, η οποία μπορεί να προκαλέσει αιμορραγικό σύνδρομο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. hypoprothrombinemia < υπ(ο) * + προθρομβίνη* + αιμία (< αίμα)] …   Dictionary of Greek

  • όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”